φολκλορισμός

φολκλορισμός
ο, Ν
η αναβίωση μορφών τού παραδοσιακού λαϊκού βίου και πολιτισμού, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται πλέον κατά τρόπο οργανικό και ζωτικό στις ανάγκες τής σύγχρονης ζωής, ασκούν όμως γοητεία στις σύγχρονες κοινωνικές ομάδες, όπως είναι λ.χ. ο βλάχικος γάμος που αναπαριστάνεται κάθε Καθαρή Δευτέρα στη Θήβα
2. η επικράτηση τού παραδοσιακού λαϊκού στοιχείου στην τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φολκλόρ + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”